κραιπαλοκωμος

κραιπαλοκωμος
    κραιπαλόκωμος
    κραιπᾰλό-κωμος
    2
    опьяненный, хмельной Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κραιπαλοκωμος" в других словарях:

  • κραιπαλόκωμος — κραιπαλόκωμος, ον (Α) αυτός που περιφέρεται και τραγουδά μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + κῶμος] …   Dictionary of Greek

  • κραιπαλόκωμος — rambling in drunken revelry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …   Dictionary of Greek

  • κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»